Η γέννηση του Χριστού, που γιορτάζεται κάθε Χρόνο στις 25 Δεκεμβρίου, θεωρείται η δεσποτική γιορτή, η κορυφαία της Χριστιανοσύνης. ΄Οπως αναφέρει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πασών των εορτών σεμνότερη και φρικωδεστάετη... μητρόπολις πασών των εορτών”
ΣΓΟΥΡΟΣ
Οι άγιες μέρες της Χριστιανοσύνης είχαν στορηθεί από το λαό μας, με ήθη και έθιμα που φτάσανε μέχρι εις μέρες μας. Βέβαια οι μνήμες των εκδηλώσεων που γινόντουσαν τις μέρες των Χριστουγέννων, παραμένουν περισσότερο στο νου των απλών ανθρώπων του λαού μας. Γιατί στην πράξη, ο ξενόφερτος τρόπος ζωής μαζί με την ψυχή και την καρδιά, ισοπέδωσε και τα έθιμά μας. Ας είναι όμως. Άλλωστε οι μνήμες δεν σβήνουν ποτέ και πάντα υπάρχει η ελπίδα να ξαναζωντανέψουν. Και το σημείωμα τούτο είναι ελάχιστη προσφορά στο ξαναζωντάνεμα των ηθών και των εθίμων του λαού μας.
ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ
Οι προετοιμασίες κι οι φροντίδες για τα Χριστούγεννα άρχιζαν πολλές μέρες πριν. Μάλιστα σαράντα μέρες πριν, άρχιζε η νηστεία, που θέσπισε η εκκλησία μας, από τότε που ορίστηκε η 25ηΔεκεμβρίου, σαν ημέρα της γέννησης του Χριστού. Η περίοδος αυτή των σαράντα ημερών λέγεται μικρή σαρακοστή, ενώ η 14η Νοεμβρίου, που γιορτάζεται η μνήμη του αγίου Φιλίππου, ονομάζεται μικρή αποκριά. Τις φροντίδες της προετοιμασίας για τα Χριστούγεννα αναλάμβαναν περισσότερο οι γυναίκες. Οι άνδρες απλώς κουβαλούσαν στο σπίτι τα απαραίτητα. Από κει και πέρα οι γυναίκες ασβέστωναν και καθάριζαν το σπίτι, γυάλιζαν το καζάνι και τα τζετζερέδια (χάλκινες κατσαρόλες) έκοβαν στο χερόμυλο το χοντρό αλάτι για το χοιρινά, ετοίμαζαν τα μπαχαρικά κι έφτιαχναν τα Χριστουγεννιάτικα γλυκά, μελομακάρονα, δίπλες, κουραμπιέδες, αυγοκαλάμαρα και στην περιοχή Κύμης - Αυλωναρίου - Αλιβερίου μπακλαβάς και αμυγδαλωτά. Όλα αυτά έπρεπε να τελειώσουν την προπαραμονή των Χριστουγέννων. Για την παραμονή οι μεγάλοι θα έσφαζαν το χοιρινό και οι μικροί θα ‘λεγαν τα κάλαντα.
Το ΧΟΙΡΙΝΟ
Κάθε σπιτικό έθρεφε το δικό του γουρούνι, από την αρχή σχεδόν του χρόνου. Το σφάξιμο γινόταν την παραμονή. Κομμάτια του Χοιρινού μοιράζονταν σε όσους συγγενείς δεν είχαν. Με το κρέας του χοιρινού παρασκεύαζαν διάφορα φαγητά. Πρώτα, πρώτα ετοίμαζαν τις ονομαστές “ματιές”. Δηλαδή γέμιζαν το στομάχι και το παχύ έντερο με σιτάρι κομμένο, σταφίδες, καρύδια και διάφορα μυρωδικά. Μετά το ψήνανε στο φούρνο κι όταν κρύωνε το κόβανε φέτες και τα σερβίρανε στο γιορτινό τραπέζι. Ύστερα φτιάχνανε την “πηχτή”. Δηλαδή το κεφάλι, τα πόδια και την ουρά του χοιρινού το βράζανε με νερό, ξύδι και σκόρδο. Κατόπιν παρασκεύαζαν τα περίφημα λουκάνικα, με κομμάτια κρέας, μπαχαρικά, πιπεριές, σκόρδο και φλούδα πορτοκαλιού. Ενα μέρος του Χοιρινού, που λαχταρούσαν τα παιδιά ήταν η ουροδόχος κύστη, η περίφημη “φούσκα”. Αφού την έτριβαν στη στάχτη, την φούσκωναν και τη χρησιμοποιούσαν για μπάλα και μπαλόνι. Τα δύσκολα κείνα χρόνια της ανέχειας ήταν το μοναδικό Χριστουγεννιάτικο παιχνίδι. Κι όμως τα παιδιά ήταν χαρούμενα κι ευτυχισμένα.
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Κι ενώ οι μεγάλοι παρασκεύαζαν τα διάφορα φαγητά, από το χοιρινό, οι μικροί ξεχύνονταν στους δρόμους πριν ακόμη ξημερώσει, για να φέρουν στα σπίτια το μήνυμα του μεγάλου γιορτασμού. Χτυπούσαν με ραβδιά τις πόρτες ρυθμικά και τραγουδούσαν τα κάλαντα. Τα παιδιά ήταν παντού καλοδεχούμενα. Τα κάλαντα είναι κύρια ευχετικά και περιέχουν επαίνους για τον νοικοκύρη, την νοικοκυρά και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Παραθέτουμε ευχετικά κάλαντα από την Βόρεια Εύβοια και την Κάρυστο.
ΣΤΟΝ ΑΦΕΝΤΗ Σ αυτά τα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροστρωμένα, μα δω ‘ναι χύση το φλωρί, μα δω ‘ναι χύση τ’ άσπρα. Αφέντη μ’ αφεντάκι μου, πέντε βολές αφέντη, πέντε βολές αφέντηζες και πάλι αφέντης είσαι. Αφέντη όντας βουλήθηκες να πας καλό ταξίδι, Χίλιοι κρατούν το ράσο σου, Χίλιοι το ρητινό σου, Κι’ άλλοι χίλιοι παρακαλούν, αφέντη καβαλλίκα Κι αφέντης κοβαλίκεψε στη μέση στο φουσάτο. (Από την Σκεπαστή Δ. Σέττα - Κάλαντα από την Βόρεια Εύβοια
ΑΕΜ: Τόμος 1ος.σ 113)
ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΑΨΑΛΩΝ ΚΑΡΥΣΤΙΑΣ
Χριστούγεννα πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του Χρόνου για βγείτε, δείτε, μάθετε που ο Χριστός γεννιέται γεννιέται κι’ αναθρέφεται με μέλι και με γάλα το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες και το μελισσοχόρταρο το τρώνε οι κυράδες. Ανοίχτε τα σεντούκια σας τα κατακλειδωμένα και δώστε μας τον κόπο μας απ’ το χρυσό πουγγί σας. Αν είστε από τους πλούσιους φλουριά μη τα λυπάστε, αν είστε από τους δεύτερους τάλλαρα και δραχμίτσες κι’ αν είστε απ’ τους πεντάφτωχους ένα ζευγάρι κότες και σας καληνυχτίζουμε πέστε να κοιμηθείτε ολίγον ύπνον πάρετε και ευθύς να σηκωθείτε στην εκκλησιά να τρέξετε μ’ όλη την προθυμία και του Χριστού ν’ ακούσετε την Θεία λειτουργία. Και του Χρόνου και εις έτη πολλά. (Χ. Μητραπέτρου Ιστορικά και Λαογραφικά της Καρυστίας -1990- σελ 129- 130). Όταν τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα δεν έμεναν ευχαριστημένα από το νοικοκύρη, ή όταν δεν τους άνοιγαν την πόρτα, τα λόγια ήταν σκωπτικά: Αφέντη μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες μέρες, άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν...”.
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΙ
Από την παραμονή των Χριστουγέννων, ως τα Θεοφάνια, το Δωδεκαήμερο, που τα νερά είναι αβάπτιστα, εμφανίζονταν οι καλικάτζαροι. Δηλαδή δαιμόνια, που η φαντασία του λαού μας τάκανε μαύρα, μαλλιαρά, με κέραταα και πόδια τράγου. Έμπαιναν στα σπίτια από τους μπατχάδες (καπνοδόχους) και έκαναν ζημιές. Κατουρούσαν τη φωτιά, καβαλίκευαν στους ώμους στους διαβάτες, μαγάριζαν τις τροφές και τα γλυκά κι έκλεβαν τα ρούχα. Μάλιστα την παραμονή των Χριστουγέννων λούζονταν όλα τα μέλη της οικογένειας για να μην τα βρούν οι καλικάτζαροι ακαθάριστα. Οι καλικάτζαροι κατά την λαϊκή παράδοση, έρχονται από κάτω από τη γη. Όλο το χρόνο πελεκάνε με τα τσεκούρια τους να κόψουν το δένδρο που βαστάει τη γη, όταν κοντεύουν να το κόψουν έρχεται ο Χριστός και ξαναγίνεται το δένδρο. Τότε τα καλικαντζαράκια, χιμούν πάνω στη γη και πειράζουν τους ανθρώπους, που τα ξεφορτώνονται ολοκληρωτικά την μέρα των Φώτων, με τον αγιασμό των νερών. Τότε τα δαιμόνια εξαφανίζονται κυνηγημένα από την αγιαστούρα του παπά, λέγοντας αναμεταξύ τους: Φεύγετε να φεύγουμε γιατ’ ήρθε ο διαβολόπππας με την αγιαστούρα του και με την βρεχτούρα του.
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Η λειτουργία των Χριστουγέννων γινόταν τη νύχτα. Στις 2 τα μεσάνυχτα χτυπούσαν οι καμπάνες και οι Χριστιανοί ντυμένοι με τα γιορτινά τους κινούσαν για την εκκλησιά. Πριν ξεκινήσουν φιλούσαν σι μικρότεροι το χέρι των μεγαλύτερων και ζητούσαν συγχώρεση, αφού προηγούμενος είχαν νηστέψει σαράντα μέρες. Όταν τέλειωνε η λειτουργία, σχεδόν πρωί, γύριζαν σπίτι τους κι άρχιζε το φαγοπότι, που ολοκληρώνοταν με το μεσημεριανό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Σ’ αυτό κυριαρχούσε το Χριστόψωμο, το χοιρινό, ψητό στο φούρνο, ή βραστό με σέλινο, οι ματιές και τα γλυκά. Κι ενώ οι άνθρωποι γεύονταν τ’ αγαθά πού ‘φερε η γέννηση του Χριστού, στο τζάκι έκαιγε το κούτσουρο από το μεγάλο ξύλο (κορμό, μέρος δένδρου) που τοποθετούσαν απο την παραμονή. Τα ξύλα που απόμεναν από την φωτιά, όπως και η στάχτη, είχαν δύναμη αποτρεπτική και χρησιμοποιούνταν για να προφυλάξουν το σπίτι και τα χωράφια τους από κάθε κακό, όπως ξωτικά, σκαθάρια και χαλάζι. Τη θέση του “Χριστόξυλου” πήρε στην πορεία το Χριστουγεννιάτικο δένδρο, που όπως είναι γνωστό κατάγεται από την Γερμανία. Αυτό το ξενόφερτο έθιμο σήμερα είναι το μόνο που θυμίζει ότι γιορτάζονται τα Χριστούγεννα.
ΚΩΣΤΑΣ Π. ΣΓΟΥΡΟΣ
Μέσω EVIA BLOG
Επιστροφή στη Σίβυλλα - Sibilla
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου